ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΥ

    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΟΛΑ

  σε Παλαιό Φάληρο &

             Σαρωνίδα

  •  Επιστημονικό κύρος 
  •   Μακροχρόνια
    νοσοκομειακή  εμπειρία

  •  Άνετη επικοινωνία
  •  Ήθος κατά την              άσκηση  της ιατρικής
  •  Προσβασιμότητα
  •  Εξειδίκευση στις              δυσλιπιδαιμίες 

Καταχώρηση

2012/12/17

Η χοληστερόλη είναι περισσότερο γνωστή με το όνομα χοληστερίνη ,όμως ο όρος «χοληστερόλη» είναι πιο σωστός.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα από τα «λίπη» (σωστότερα λιπίδια) που υπάρχουν στον οργανισμό μας. Το παίρνουμε μόνο από τις ζωικές τροφές, αλλά παράγεται και από τον ίδιο τον οργανισμό στο συκώτι.
Μικρές ποσότητες χοληστερόλης είναι απαραίτητες για τη ζωή των νευρικών κυττάρων αλλά και για τη σύνθεση ορισμένων ορμονών, όπως είναι για παράδειγμα η κορτιζόλη. Ωστόσο οι ποσότητες αυτές δεν πρέπει να υπερβαίνουν ορισμένα όρια.
Η χοληστερόλη δεν κυκλοφορεί ελεύθερη στο αίμα γιατί δεν είναι υδατοδιαλυτή. Μαζί με τα τριγλυκερίδια, τα φωσφολιπίδια και ορισμένες πρωτεΐνες, γνωστές ως απολιποπρωτεΐνες σχηματίζει συμπλέγματα γνωστά ως λιποπρωτεΐνες.
Υπάρχουν αρκετών ειδών λιποπρωτεΐνες, όμως οι πιο σημαντικές είναι δύο:
οι λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) οι οποίες περιέχουν άφθονη χοληστερόλη και μικρή ποσότητα πρωτεϊνών και οι λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL) οι οποίες αντιστρόφως είναι πλούσιες σε πρωτεΐνη και φτωχές σε χοληστερόλη.
Η LDL είναι γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη.Ο λόγος είναι ότι, όταν οι συγκεντρώσεις της στο αίμα είναι μεγαλύτερες από όσο πρέπει, τότε τα κύτταρα του οργανισμού παίρνουν από την LDL όση χοληστερόλη είναι σε θέση να μεταβολίσουν και η υπόλοιπη χοληστερόλη που περισσεύει και την οποία τα κύτταρα δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν, «κάθεται» στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλώντας έτσι την αθηρωμάτωση.
Aντίθετα, η HDL λέγεται και «καλή» χοληστερόλη επειδή παίρνει τη χοληστερόλη από τα τοιχώματα των αρτηριών και τη μεταφέρει στο συκώτι το οποίο χρησιμεύει σαν εργοστάσιο επεξεργασίας της χοληστερόλης.
Ως εκ τούτου είναι καλό να έχουμε υψηλή HDL,γιατί έτσι προστατευόμαστε από την αθηρωμάτωση. Πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι όσοι έχουν χαμηλή HDL, έχουν αυξημένο κίνδυνου ισχαιμικής καρδιοπάθειας, έστω και αν έχουν φυσιολογικές τιμές ολικής χοληστερόλης. Άλλωστε η ολική χοληστερόλη αποτελεί την έκφραση του αθροίσματος της χοληστερόλης τόσο των LDL και HDL όσο και των άλλων λιποπρωτεϊνών. Τα επίπεδα στο αίμα της ολικής χοληστερόλης έχουν σχετική μόνο αξία. Μεγαλύτερη προγνωστική αξία έχει ο προσδιορισμός των επιπέδων των LDL και HDL.
Η παρουσία μεγάλης ποσότητας χοληστερόλης στο αίμα, περισσότερης από το φυσιολογικό ονομάζεται υπερχοληστερολαιμία. Υπάρχουν διάφοροι τύποι υπερχοληστερολαιμίας οι οποίοι ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τα συμπτώματα και κυρίως από τα ευρήματα του εργαστηριακού ελέγχου.
Η υπερχοληστερολαιμία μπορεί να οφείλεται
σε κληρονομική διαταραχή, στην οποία ο μεταβολισμός της χοληστερόλης δεν είναι φυσιολογικός
σε υπερβολική κατανάλωση τροφών πλούσιων σε κεκορεσμένα λίπη
σε κάποια άλλη νόσο η οποία αυξάνει τα επίπεδα της χοληστερόλης, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός ή παθήσεις των νεφρών ή του ήπατος
ή τέλος σε συνδυασμό κάποιων από τα παραπάνω αίτια.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η αύξηση της χοληστερόλης στο αίμα και ειδικότερα της LDL, προκαλεί εναπόθεση της χοληστερόλης στην εσωτερική επιφάνεια των αρτηριών οι οποίες μεταφέρουν το αίμα στην καρδιά, τον εγκέφαλο και σε άλλα όργανα του σώματος. Οι εναποθέσεις αυτές ονομάζονται αθηρωματικές πλάκες και η όλη διαδικασία του σχηματισμού των πλακών αυτών ονομάζεται αθηρωμάτωση.
Πρέπει να γνωρίζουμε όλοι, ότι η αθηρωμάτωση η οποία είναι εξελικτική διαδικασία αρχίζει από την παιδική ηλικία. Οι αθηρωματικές πλάκες που σχηματίζονται στα τοιχώματα των αρτηριών κάνουν τις αρτηρίες να χάνουν την ελαστικότητά τους ενώ παράλληλα προκαλούν στένωση του αυλού τους, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ροής του αίματος που μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό θρόμβων. Ένας τέτοιος θρόμβος, εάν είναι αρκετά μεγάλος, μπορεί έως και να σταματήσει τη ροή του αίματος ή να παρασυρθεί από το αίμα και να βουλώσει μια μικρότερη αρτηρία. Αν ο θρόμβος φράξει αρτηρίες της καρδιάς (στεφανιαίες),ακολουθεί καρδιακό έμφραγμα, το οποίο είναι σήμερα μια από τις πλέον συχνές αιτίες θανάτου. Το ίδιο μπορεί να συμβεί σε αρτηρία του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η διαδικασία της αθηρωμάτωσης, αν και εξελισσόμενη σιγά-σιγά επί σειρά ετών, όμως αρχίζει ήδη από τότε που είμαστε παιδιά. Γίνεται επομένως φανερό ότι, για να προλάβουμε την εξέλιξη της αθηρωμάτωσης που προκαλείται από την αύξηση της χοληστερόλης και είναι μία από τις κυριότερες αιτίες στεφανιαίας νόσου, είναι απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της υπερχοληστερολαιμίας.

Πώς μπορείτε να υποψιασθείτε ότι το παιδί σας έχει υπερχοληστερολαιμία;

Μόνο με προληπτικό εργαστηριακό έλεγχο, δεδομένου ότι η υπερχοληστερολαιμία είναι «σιωπηλή» νόσος, δηλαδή δεν δίνει κανένα σύμπτωμα προκειμένου να γίνει αντιληπτή. Όταν γίνει κλινικώς αντιληπτή, τότε είναι ήδη αργά, διότι θα έχει πιθανότατα οδηγήσει σε επιπλοκές, όπως πόνο στο στήθος (στηθάγχη) λόγω κακής κυκλοφορίας του αίματος στις στεφανιαίες αρτηρίες ή πόνο στις γάμπες λόγω στένωσης των αρτηριών των κάτω άκρων.
Διάγνωση μπορεί να γίνει μόνο με εξέταση αίματος στην οποία προσδιορίζονται συνήθως η ολική χοληστερόλη, η LDL-C, η HDL-C και τα τριγλυκερίδια. Η μέτρηση μόνο της τιμής της ολι κής χοληστερόλης δεν αρκεί. <35
Για να είναι αξιόπιστη η εξέταση θα πρέπει να προηγηθεί νηστεία 12-14 ωρών στη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται μόνο το νερό.
Στα παιδιά οι φυσιολογικές τιμές είναι οι εξής:

Εξέταση αίματος                           Επίπεδα λιπιδίων (mg/dl)
                                     Φυσιολογικά          Οριακά       Παθολογικά
Ολική χοληστερόλη           < 170              170-200           >200
LDL-C                                  <110             110-130          >130
HDL-C                                 >40                                        <35
Τριγλυκερίδια                      35-115           115-140         > 140

Πρέπει όμως να τονισθεί ότι οι αριθμοί δεν αρκούν. Η πλήρης και σωστή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων απαιτεί ειδικές γνώσεις και εμπειρία που μόνο ο γιατρός σας μπορεί να σας εξασφαλίσει.

Ποια παιδιά και σε ποια ηλικία πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο;

Πρέπει να εξετάζονται όλα τα παιδιά που έχουν βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, δηλαδή τα παιδιά των οποίων ο ένας τουλάχιστον από τους γονείς έχει παρουσιάσει αυξημένη χοληστερόλη ή στεφανιαία νόσο (στηθάγχη ή καρδιακό έμφραγμα) σε ηλικία μικρότερη των 55 ετών.
Πάντως, τα τελευταία χρόνια τείνει να επικρατήσει η άποψη ότι όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως οικογενειακού ιστορικού, θα πρέπει να ελέγχονται για αυξημένη χοληστερόλη, επειδή η απουσία οικογενειακής επιβάρυνσης δεν είναι πάντα βέβαιη, καθώς πολλοί γονείς δεν γνωρίζουν ότι έχουν αυξημένη χοληστερόλη επειδή απλούστατα δεν έχουν υποβληθεί στην ανάλογη εξέταση. Επίσης η απουσία καρδιοπάθειας σε γονείς οι οποίοι διανύουν την τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής τους δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να την εκδηλώσουν αργότερα και πάντως πριν από την ηλικία των 55 ετών.
Τα παιδιά πρέπει να εξετάζονται για αυξημένη χοληστερόλη σε ηλικία μεγαλύτερη των 2 ετών, γιατί η εξέταση σε μικρότερη ηλικία είναι αναξιόπιστη.


Είναι απαραίτητη η θεραπεία της υπερχοληστερολαιμίας στα παιδιά και πως μπορούμε να την πετύχουμε;

Ναι, είναι απαραίτητη επειδή έχει πλέον αποδειχθεί ότι, η ελάττωση της χοληστερόλης οδηγεί σε ελάττωση του κινδύνου μελλοντικής καρδιακής νόσου. Επειδή μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, η αθηρωμάτωση είναι μια μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία, φαίνεται πως όσο νωρίτερα διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί η υπερχοληστερολαιμία, τόσο καλύτερα αποτελέσματα έχουμε.
Στόχος της θεραπείας είναι η ελάττωση της αθηρωματογόνου LDL και η αύξηση της ευεργετικής HDL.
Τα βασικά μας όπλα για τη θεραπεία της παιδικής υπερχοληστερολαιμίας είναι η διαιτητική αγωγή και η σωματική άσκηση. Μπορούν, βεβαίως, σε ορισμένες, λίγες ευτυχώς, δύσκολες περιπτώσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στη δίαιτα, να δοθούν και φάρμακα όπως οι στατίνες, οι οποίες αποτελούν πλέον τα φάρμακα πρώτης εκλογής, καθώς επίσης και οι ιοντοανταλλακτικές ρητίνες ( χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη) που όμως όλο και λιγότερο χρησιμοποιούνται σήμερα, γιατί είναι όχι τόσο αποτελεσματικές όσο οι στατίνες, έχουν δε και δυσάρεστη γεύση αλλά και δύσκολο δοσολογικό σχήμα. Σπανιότερα, σε πιο δύσκολες περιπτώσεις εφαρμόζονται συνδυασμοί φαρμάκων (πχ. μια στατίνη σε συνδυασμό με έναν αναστολέα της απορρόφησης της χοληστερόλης γνωστό με το όνομα εζετιμίμπη) ή άλλες πιο εξειδικευμένες θεραπείες Φαρμακευτική θεραπεία συνιστάται μόνο σε παιδιά μεγαλύτερα των 10 ετών και εφόσον μετά από επαρκή δίαιτα τουλάχιστον 6-12 μηνών η τιμή της LDL-C εξακολουθεί να παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα των 190 mg/dl ή εφόσον η τιμή της LDL-C παραμένει άνω των 160 mg/dl σε συνδυασμό είτε με θετικό οικογενειακό ιστορικό ή με δύο ή περισσότερους άλλους παράγοντες κινδύνου εκτός του ιστορικού όπως το κάπνισμα (προκειμένου για εφήβους), η υπέρταση, η παχυσαρκία, η χαμηλή HDL-C ,ο σακχαρώδης διαβήτης κ.λπ.
Πρέπει να τονίσουμε ότι το διαιτολόγιο θα πρέπει να προγραμματίζεται στα παιδιά αυτά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εμποδίζεται η φυσιολογική τους αύξηση. Πρέπει, εν τούτοις, να τους καταστεί σαφές ότι, πρέπει η εφαρμογή του διαιτολογίου αυτού, με μικρές βεβαίως προσαρμογές ανάλογα με την ηλικία, να συνεχίζεται για όλη τους τη ζωή ώστε να διατηρούνται τα επίπεδα της χοληστερόλης μέσα σε φυσιολογικά όρια.
Τα παιδιά πρέπει να τρώνε τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες και φτωχές σε ολικό λίπος, κεκορεσμένο λίπος και χοληστερόλη. Ειδικότερα:
Η τροφή πρέπει να είναι πλούσια σε
λαχανικά
φρούτα
όσπρια
άπαχα ψάρια όπως γλώσσα, λιθρίνια, βακαλάος, πέστροφα, τόνος σε κονσέρβα στραγγισμένος
Το κρέας πρέπει να είναι κοτόπουλο ή γαλοπούλα (στήθος) και λιγότερο συχνά άπαχο μοσχάρι και όλα αυτά βραστά ή ψητά.
Το λάδι που χρησιμοποιείται στα φαγητά πρέπει να είναι το ελαιόλαδο, το οποίο όμως θα πρέπει να είναι ωμό, διότι εφόσον καπνίσει χάνει τις ευεργετικές του ιδιότητες.
Τα τυριά πρέπει να περιορισθούν σε ποικιλίες φτωχές σε λίπος (ανθότυρο).
Το γάλα και το γιαούρτι πρέπει να είναι αποβυτουρωμένα, ενώ σε περίπτωση ελαφράς υπερχοληστερολαιμίας μπορεί να καταναλώνεται γάλα ή γιαούρτι μερικώς αποβυτουρωμένο (1-2%)
Θα πρέπει να αποφεύγονται
τα τηγανητά
το βούτυρο και οι μαργαρίνες
όλα τα κίτρινα τυριά
η σοκολάτα, τα γλυκά και τα παγωτά
τα φαγητά με κρέμα γάλακτος
τα είδη fast food (hamburgers κ.λπ.)
τα είδη περιπτέρου (γαριδάκια, chips κ.λπ.)
ο κρόκος του αυγού, αν και τα τελευταία χρόνια τείνει να θεωρηθεί «αθώος», επομένως επιτρέπονται έως δύο βραστοί κρόκοι εβδομαδιαίως
τα αλλαντικά
τα παχιά κρέατα
τα παχιά ψάρια, οι γαρίδες, το αυγοτάραχο, οι ρέγγες
τα εντόσθια
η μαγιονέζα
το πλήρες γάλα και το πλήρες γιαούρτι

Τα τρόφιμα «light» δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται χωρίς τη συμβουλή γιατρού, επειδή μερικές φορές περιέχουν συστατικά τα οποία δεν είναι κατάλληλα για παιδιά.
Αν συνυπάρχει παχυσαρκία, πρέπει το βάρος να επανέλθει σε επίπεδα κανονικά για την ηλικία και το ύψος του παιδιού.
Πρέπει, τέλος, τα παιδιά με αυξημένη χοληστερόλη να γυμνάζονται και να αθλούνται γιατί τούτο βοηθά τόσο στη διατήρηση κανονικού βάρους όσο και στην αύξηση της HDL αλλά και στη βελτίωση της «ποιότητας» της LDL.


Συμπερασματικά:

Δεν πρέπει οι γονείς να ξεχνούν ότι, η αντιμετώπιση της αυξημένης χοληστερόλης του παιδιού τους είναι εφικτή. Η αντίληψη, ιδιαίτερα, των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας, ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με τέτοια θέματα σε τόσο μικρή ηλικία και ότι τα παιδιά είναι αδιανόητο να υποβάλλονται σε δίαιτα στην περίοδο της ανάπτυξής τους, είναι απολύτως λανθασμένη. Αντίθετα, θα πρέπει οι νέοι γονείς να είναι ευαισθητοποιημένοι στην έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση του προβλήματος, γιατί αυτό θα εξασφαλίσει στο παιδί τους όχι μόνο μακροβιότητα αλλά και καλή υγεία.
Βέβαια, όπως κάθε παιδί, έτσι και το παιδί με την αυξημένη χοληστερόλη χρειάζεται τακτική προληπτική ιατρική παρακολούθηση. Ο παιδίατρος είναι εκείνος ο οποίος θα εκτιμήσει την επάρκεια του διαιτολογίου και θα καθορίσει τις τροποποιήσεις που ενδέχεται να χρειασθούν. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί, ότι η παρακολούθηση των παιδιών με σοβαρή υπερχοληστερολαιμία και πολύ περισσότερο όσων κρίνεται αναγκαίο να λάβουν φαρμακευτική αγωγή, θα πρέπει να γίνεται όχι μόνο από τον παρακολουθούντα Παιδίατρο,

αλλά σε συνεργασία και με Παιδίατρο εξειδικευμένο στην Παιδιατρική Λιπιδιολογία, λόγω

ορισμένων ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η συγκεκριμένη παρακολούθηση.

ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Παρασκευή (Εύη) Καρανίκα
Παιδογαστρεντερολόγος

ΟΡΙΣΜΟΣ

Η δυσκοιλιότητα −οργανική ή λειτουργική, οξεία ή χρόνια− αποτελεί μια σχετικά συχνή νόσο της παιδικής ηλικίας, που έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην καθημερινότητα του παιδιού, όσο και στην οικογενειακή ευρυθμία. Καθυστέρηση ή δυσκολία στη λειτουργία της αφόδευσης είναι ικανή να προκαλέσει σημαντική δυσφορία στο παιδί. Οποιοσδήποτε ορισμός της δυσκοιλιότητας είναι σχετικός, γιατί εξαρτάται από τη συχνότητα των κενώσεων (Πίνακας 1), τη σύσταση των κοπράνων και τη δυσκολία στην αφόδευση. Γενικά, η δυσκοιλιότητα ορίζεται ως αποτυχία πλήρους κένωσης του κατώτερου παχέος εντέρου από το περιεχόμενό του ή ως καθυστέρηση ή και δυσκολία στην αφόδευση, που διαρκεί >14 ημέρες, προκαλώντας δυσφορία στο παιδί. Πρέπει να εξετάζεται η παρουσία της κλινικής αυτής οντότητας σε καταστάσεις όπου υπάρχει συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων από τα παρακάτω ευρήματα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες: ♥ κενώσεις/ εβδομάδα, >25% των αφοδεύσεων εργώδεις ή επώδυνες, >25% των αφοδεύσεων με σκληρά κόπρανα ή παρουσία κοπρολίθων.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Η δυσκοιλιότητα αποτελεί συχνό πρόβλημα της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι αποτελεί αιτία για το 3% των επισκέψεων στον παιδίατρο και για το 25% των παραπομπών στο ειδικό γαστρεντερολογικό ιατρείο.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Στην πλειονότητα των παιδιών η δυσκοιλιότητα είναι λειτουργική, δεν ανευρίσκεται δηλαδή υποκείμενη οργανική νόσος. Γενετικοί, περιβαλλοντικοί, ψυχολογικοί και διαιτητικοί παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνιση δυσκοιλιότητας έχουν περιγραφεί στα παιδιά ανά ηλικία. Συγκεκριμένα μερικά νεογνά και μικρά βρέφη παρουσιάζουν δυσκολία στην αφόδευση, η οποία οφείλεται σε ανωριμότητα να συντονίσουν την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης με τη χάλαση του μυϊκού συστήματος της πυέλου και υποχωρεί με την πάροδο του χρόνου. Αργότερα στη δεύτερη βρεφική και πρώτη νηπιακή ηλικία, επώδυνη αφόδευση από σκληρά κόπρανα μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω αναστολή, κατακράτηση κοπράνων και εγκατάσταση δυσκοιλιότητας. Αυτό κυρίως συμβαίνει στα μεταβατικά στάδια της διατροφής, δηλαδή από το μητρικό γάλα στο γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας ή αμέσως μετά την έναρξη των στερεών τροφών . Τέλος στα μεγαλύτερα παιδιά η ηθελημένη κατακράτηση κοπράνων αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό δυσκοιλιότητας. Επώδυνη αφόδευση ή ο φόβος της τουαλέτας πυροδοτούν την έναρξη δυσκοιλιότητας , η οποία χρονικά παρουσιάζει δύο αιχμές, την περίοδο εκμάθησης της τουαλέτας και την έναρξη της σχολικής ηλικίας. Η κατακράτηση κοπράνων οδηγεί σε ανησυχία, κοιλιακό άλγος ή διάταση, ευερεθιστότητα και ανορεξία καθώς και σε διάρροια από υπερπλήρωση και εγκόπριση.

ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η δυσκοιλιότητα στα παιδιά, ηλικίας >1 έτους κατά κανόνα ορίζεται ως λειτουργική, αν και σπάνια η δυσκοιλιότητα μπορεί να οφείλεται σε οργανικό αίτιο (πίν. 3). Οι πληροφορίες από τη λήψη του ιστορικού και την κλινική εξέταση συμβάλλουν καθοριστικά στη διαφορική διάγνωση μεταξύ λειτουργικής και οργανικής δυσκοιλιότητας. Μόνο σε ένα μικρό ποσοστό παιδιών με δυσκοιλιότητα βρίσκεται οργανικό πρόβλημα. Η διερεύνηση ενός παιδιού που παρουσιάζει χρόνια δυσκοιλιότητα μπορεί να βασιστεί και στις περισσότερες περιπτώσεις να περιοριστεί στο λεπτομερές ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Εργαστηριακός έλεγχος ενδείκνυται στις περιπτώσεις εκείνες που από το ιστορικό και την κλινική εξέταση τίθεται υποψία οργανικής νόσου ή δεν υπάρχει καθόλου ανταπόκριση στη θεραπευτική αγωγή. Αιματολογικές εξετάσεις, εξετάσεις μελέτης κινητικότητας του εντέρου όπως η μανομετρία ορθού, ακτινολογικές εξετάσεις όπως η απλή ακτινογραφία κοιλίας ή ο βαριούχος υποκλυσμός γίνονται όταν κριθεί απαραίτητο και ύστερα από ιατρική οδηγία.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, καθώς και από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα των συμπτωμάτων.
Κένωση του εντέρου
Στις περιπτώσεις χρόνιας δυσκοιλιότητας, όπου κοπρανώδεις μάζες ψηλαφώνται στην κοιλιά ή σκληρά κόπρανα έχουν συσσωρευτεί στο ορθό, είναι απαραίτητο να προηγηθεί η πλήρης κένωση του εντέρου με τη χρήση καθαρτικών φαρμάκων ή υποκλυσμών (οι οποίοι όμως είναι καλύτερο να αποφεύγονται στο ήδη φοβισμένο παιδί), πριν ακολουθηθεί οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη θεραπεία.
Διαιτητική αγωγή
Μετά την επιτυχή κένωση του εντέρου, ακολουθεί η επί μακρόν διατήρηση μαλακών κενώσεων (συνήθως για διάστημα μερικών μηνών).
Το παραπάνω επιτυγχάνεται
• με την υιοθέτηση διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες (όσπρια, φρούτα και λαχανικά) ή την προσωρινή χρήση σκευασμάτων φυτικών ινών
• με την αύξηση της χορήγησης υγρών και
• με την τακτική κένωση του εντέρου σε σταθερές ώρες της ημέρας.
Η επίτευξη του τελευταίου είναι πολύ σημαντική για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας. Οι πλέον κατάλληλες ώρες είναι μετά το πρόγευμα ή μετά το γεύμα/δείπνο. Είναι απαραίτητη η δημιουργία ευχάριστης, χαλαρωτικής ατμόσφαιρας. Ένα ζεστό ρόφημα μπορεί να βοηθήσει, ενώ ένα ραδιόφωνο μπορεί να κάνει την όλη διαδικασία λιγότερο βαρετή για το παιδί, αρκεί να μην αποσπά την προσοχή του από την προσπάθεια για αφόδευση.

Φαρμακευτική αγωγή

Στις περιπτώσεις όπου η διαιτητική αντιμετώπιση δεν επαρκεί, είναι επιβεβλημένη η προσθήκη υπακτικών φάρμακων όπως είναι τα παρακάτω:
• Τα ωσμωτικώς δρώντα φάρμακα που συγκρατούν νερό στον αυλό του εντέρου (λακτουλόζη, λακτιτόλη, γάλα μαγνησίας, πολυαιθυλενογλυκόλη κ.ά).
• Τα διεγερτικά φάρμακα του εντέρου (σέννα, βισακοδύλη, πικοθεϊικό νάτριο κ.ά)
• Τα λιπαντικά των κοπράνων (παραφινέλαιο).
Δόσεις των φαρμάκων
Η επιλογή του φαρμάκου και της δοσολογίας του εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού καθώς και από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα της δυσκοιλιότητας. Στις βαριές περιπτώσεις ο γιατρός μπορεί να συστήσει το συνδυασμό δύο φαρμάκων με διαφορετική δράση το καθένα, για καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Στόχος της θεραπείας
Ο στόχος είναι η επίτευξη μαλακής κένωσης ανά 1 ή 2 ημέρες. Η επιμονή της δυσκοιλιότητας υποδηλώνει χορήγηση ανεπαρκούς δόσης υπακτικού φαρμάκου, ενώ η εμφάνιση διάρροιας, χορήγηση υπερβολικής δόσης. Στην πρώτη περίπτωση η αρχική δόση αυξάνεται ανάλογα, ενώ στη δεύτερη μειώνεται, ώστε να βρεθεί η ‘χρυσή τομή’ που εγγυάται το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Διάρκεια της θεραπείας
Η επίτευξη του θεραπευτικού αποτελέσματος δεν συνεπάγεται την ανάγκη διακοπής του φαρμάκου, γιατί υπάρχει κίνδυνος υποτροπής της δυσκοιλιότητας. Η χορήγηση των υπακτικών φαρμάκων είναι συνήθως απαραίτητη για διάστημα που κυμαίνεται από 2 έως 6 μήνες, ενώ στις βαρύτερες περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Κατά το διάστημα αυτό, δοκιμάζεται η σταδιακή μείωση της χορηγούμενης δόσης, σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού, εφόσον η μείωση δεν επηρεάζει αρνητικά το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση που χορηγούνται δύο φάρμακα, ένα εκ των οπίων είναι διεγέρτης του εντέρου, η μείωση αρχίζει από αυτό, ενώ το φάρμακο που δρα ωσμωτικώς ή το μαλακτικό του εντέρου συνεχίζει να χορηγείται.